χείρωμα

χείρωμα
τὸ, Α [χειρῶ (II)]
1. αυτό που είναι εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», Αισχύλ.)
2. πράξη βίας («ἄφαντος ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», Σοφ.)
3. έργο καμωμένο με το χέρι («τυμβοχόα χειρώματα», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χείρωμ' — χείρωμα , χείρωμα that which is subdued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώματα — χείρωμα that which is subdued neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώματι — χείρωμα that which is subdued neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρώματος — χείρωμα that which is subdued neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… …   Dictionary of Greek

  • χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”