- χείρωμα
- τὸ, Α [χειρῶ (II)]1. αυτό που είναι εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», Αισχύλ.)2. πράξη βίας («ἄφαντος ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», Σοφ.)3. έργο καμωμένο με το χέρι («τυμβοχόα χειρώματα», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.